- ἐπεισοδίῳ
- ἐπεισόδιονcoming in besidesneut dat sgἐπεισόδιοςcoming in besidesmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισοδιώ — ἐπεισοδιῶ, όω (Α) ποικίλλω τη δραματική σύνθεση ή τον ρητορικό λόγο με επεισόδια … Dictionary of Greek